kaˆ yuc¾ e mšllei gnèsesqai aøt»n, e j yuc¾n aùtí bleptšon, 1 τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη 2.

Σχετικά έγγραφα
ΜΙΑ ΕΛΕΝΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ, ἀλλ εἴδωλον ἦν.

Για να κατανοήσουμε το ποίημα, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πρώτα πρώτα δύο αρχαίους μύθους, που αποτελούν τον πυρήνα του:

Si j'ai du goût, ce n'est guères Que pour la terre et les pierres. ARTHUR RIMBAUD

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ. Δρ. Γεωργία Κ. Κατσαγάνη Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Α Αθήνας

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ταξίδι Γενικά. Γενικά - Τα απαραίτητα. Γενικά - Συνομιλία. Możesz mi pomóc? [form.:] Może Pan(i) mi pomóc? Παράκληση για βοήθεια

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

Το παραμύθι της αγάπης

Το μενταγιόν που θύμιζε μισοφέγγαρο. Περάσανε κάποιοι μήνες. Ο Μάρκος, από την ώρα της ανατολής κι όσην ώρα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων


Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Θέμα και περιεχόμενο αντιπολεμικός Το μυθικό υπόστρωμα του ποιήματος μότο Ελένη του Ευριπίδη ανατρέπεται η ομηρική εκδοχή του μύθου Η Ελένη 1

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Κώστας Λεμονίδης - Εμμανουηλίδου 13

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

Copyright Φεβρουάριος 2016

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

τα βιβλία των επιτυχιών

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ <<ΦΥΣΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ >> ΘΕΜΑ 1 <<ΣΧΗΜΑ ΓΗΣ ΜΕΡΑ & ΝΥΧΤΑ>>

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ KANGOUROU ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 2016

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

Γ) Ο Πλάτωνας 7) Ο Όµηρος ίσως έγραψε τα έπη ή ίσως τα συνέθεσε προφορικά; Α) ίσως τα έγραψε Β) ίσως τα συνέθεσε προφορικά 8) Τι κάνουν οι ραψωδοί; Α)

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Γιώργης Παυλόπουλος. Τι είναι ποίηση...

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ 3 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.


«Η νίκη... πλησιάζει»

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Transcript:

JORGOS SEFERIS MUQISTORHMA Δ' ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ kaˆ yuc¾ e mšllei gnèsesqai aøt»n, e j yuc¾n aùtí bleptšon, 1 τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη 2. Ήτανε καλά παιδιά οι σύντροφοι, δε φωνάζαν ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά, είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν' αλλάζουν μέσα στην αλλαγή. Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια ανασαίνοντας με ρυθμό και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων που γαβγίζουν. 1 Platon, Alkibiades 133b. 2 Wszystkie oryginalne wersje wierszy Jorgosa Seferisa pochodzą z wydania: Гιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ικαρος, Αθήνα, 2000. Mimo przeprowadzonej w 1982 roku reformy ortograficznej dzieła Seferisa zgodnie z ustaloną tradycją publikowane są w archaicznym systemie politonicznym. W Przekładańcu z przyczyn technicznych, ale całkowicie zgodnie z powszechnie stosowanym zapisem, wiersze Seferisa publikujemy w uproszczonym systemie monotonicznym.

przełożył Michał Bzinkowski MITHISTÓRIMA IV. ARGONAUCI A dusza, jeśli dąży do poznania siebie, w duszę musi spojrzeć; obcego i wroga ujrzeliśmy go w lustrze. Towarzysze byli wspaniali, nie krzyczeli ani z udręki ani z pragnienia ani z mrozu, zachowywali się jak drzewa i fale, które przyjmują wiatr i deszcz, przyjmują noc i słońce nie zmieniając się w czasie przemiany. Byli wspaniali, całe dnie pocili się przy wiosłach ze spuszczonymi oczami oddychając rytmicznie a ich krew zaczerwieniała uległą skórę. Raz zaśpiewali ze spuszczonymi oczami, gdy mijaliśmy bezludną wyspę z arabskimi figowcami gdzieś na zachodzie, za przylądkiem, gdzie ujadają psy.

e mšllei gnèsesqai aøt»n, έλεγαν e j yuc¾n βλεπτέον, έλεγαν και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου μέσα στο ηλιόγερμα. Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας. Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια. Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης με τ' αυλάκι του τιμονιού με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους. Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι. Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη. Θ' Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά. Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει. Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά του αλατιού της άλλης τρικυμίας. Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή, το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα, αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή. Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια. Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα θέλαμε να βρούμε τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Jeśli dusza dąży do poznania siebie, mówili w duszę musi spojrzeć, mówili, a wiosła uderzały w złoto morza o zachodzie słońca. Minęliśmy wiele przylądków wiele wysp morze które prowadzi ku innemu morzu, mewy i foki. Czasem zrozpaczone kobiety z lamentem opłakiwały swe stracone dzieci a inne, oszalałe, poszukiwały Aleksandra Wielkiego i dni chwały zatopionych w głębinach Azji. Przybiliśmy do brzegów pełnych nocnych woni śpiewu ptaków, wód, które zostawiły na dłoniach pamięć wielkiego szczęścia. Lecz podróże się nie kończyły. Ich dusze stały się jednym z wiosłami i dulkami z surowym obliczem dziobu z bruzdą koła sterowego z wodą, która rzeźbiła ich wygląd. Towarzysze umarli po kolei z opuszczonymi oczami. Ich wiosła wskazują miejsce, gdzie śpią na wybrzeżu. Nikt o nich nie pamięta. Sprawiedliwość. IX. Port jest stary, nie mogę już czekać ani na przyjaciela, który odpłynął na wyspę z sosnami ani na przyjaciela, który odpłynął na wyspę z platanami ani na przyjaciela, który wypłynął na otwarte morze. Głaskam pordzewiałe działa, głaskam wiosła, by moje ciało na nowo odżyło i zadecydowało. Żagle statków przynoszą jedynie zapach soli innego sztormu. Gdy zapragnąłem zostać sam, szukałem samotności, nie szukałem takiego oczekiwania, mej duszy rozdartej na strzępy na widnokręgu, tych linii, tych barw, tej ciszy. Gwiazdy nocy zwracają me myśli ku oczekiwaniu Odysa na zmarłych wśród asfodeli. Wśród asfodeli, gdy tam przybiliśmy, pragnęliśmy znaleźć łąkę, która widziała Adonisa zranionego.

Ι' Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας. Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας. Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας; Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.

X. Nasz kraj jest zamknięty, tylko góry zadaszone niskim niebem dniem i nocą. Nie mamy rzek nie mamy studni nie mamy źródeł, jedynie kilka cystern, też pustych, które dźwięczą i którym się kłaniamy. Ciągły głuchy dźwięk, taki sam jak nasza samotność taki sam jak nasza miłość, taki sam jak nasze ciała. Wydaje się nam dziwne, że kiedyś zdołaliśmy zbudować nasze domy chaty i zagrody. A nasze śluby, chłodne wieńce i palce stają się niepojętymi zagadkami dla naszej duszy. Jak narodziły się jak wyrosły nasze dzieci? Nasz kraj jest zamknięty. Zamykają go dwie czarne Symplegady. W portach, do których schodzimy w niedzielę, aby odetchnąć, widzimy, jak lśnią w blasku słońca potrzaskane deski z podróży, które się nie skończyły ciała, które nie wiedzą już, jak pokochać.

ΙΒ' ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι και παραπάνω το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει: τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη: και παραπάνω ακόμη πολλές φορές το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει. Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά, να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε. Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη. Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα και το παίξαμε στα ζάρια. Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε. Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

XII. BUTELKA W MORZU Trzy skały, kilka spalonych sosen i kapliczka a dalej ten sam odbity krajobraz powraca; trzy skały w kształcie bramy, pokryte rdzą kilka spalonych sosen, czarne i żółte i kwadratowy domek zagrzebany w wapnie; a dalej jeszcze wiele razy ten sam krajobraz powraca raz za razem aż do horyzontu, do nieba, które zachodzi. Tutaj zarzuciliśmy kotwicę, by przedłużyć złamane wiosła, napić się wody i przespać. Morze, które było nam goryczą, jest głębokie i nieprzeniknione i rozpościera bezkresną ciszę. To tutaj wśród kamyków znaleźliśmy monetę i graliśmy o nią w kości. Wygrał najmłodszy i się zgubił. Powróciliśmy na pokład ze złamanymi wiosłami.

ΙΖ' ΑΣΤΥΑΝΑΞ Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι, μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες και έλαμπαν όπλα και τ' άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν' αγγίξουν την πράσινη επιφάνεια του νερού στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια. Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους. Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει, πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ' τα φύλλα εκείνου του πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

XVII. ASTYANAKS Teraz, gdy odejdziesz, weź też ze sobą chłopca który przyszedł na świat pod tamtym platanem, w dniu, w którym grzmiały trąby i lśniła broń a konie spocone pochylały się, żeby dotknąć zielonej powierzchni wody w sadzawce swymi wilgotnymi nozdrzami. Drzewa oliwne z rysami naszych przodków skały z wiedzą naszych przodków i krew naszego brata żywa w ziemi były mocną radością bogactwem dla dusz, które znały swą modlitwę. Teraz, gdy odejdziesz, teraz, gdy świta dzień zapłaty, teraz, gdy nikt nie wie kogo zabije i jak umrze, weź ze sobą chłopca, który przyszedł na świat pod listowiem tamtego platanu i naucz go uważnie przyglądać się drzewom.

Κ' [ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ] Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι όταν χαμηλώνουν τ' άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων. Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού θα με παρασύρουν; Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου, βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων. ΚΓ' Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο τη θάλασσα να κυματίζει λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. ΚΔ' Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης. Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ' ασφοδίλια, ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.

XX. ANDROMEDA W mej piersi rana znów się otwiera gdy gwiazdy zachodzą i łączą się z moim ciałem gdy opada cisza pod stopami ludzi. Te kamienie, które zanurzają się w głębi lat, dokąd mnie zabiorą? Morze, morze, któż je zdoła wyczerpać? Widzę ręce każdego świtu, jak skinieniem dają znak sępowi i jastrzębiowi przywiązana do skały, która przez mój ból stała się moja, widzę drzewa, które oddychają czarną ciszą zmarłych a potem uśmiechy nieruchome posągów. XXIII. Jeszcze trochę a ujrzymy jak kwitną migdałowce jak błyszczą w słońcu marmury jak faluje morze jeszcze trochę wznieśmy się trochę wyżej. XXIV. Tu kończą się dzieła morza, dzieła miłości. Ci, którzy kiedyś będą żyli tu, gdzie my umieramy, jeśli przypadkiem krew w ich pamięci sczernieje i przeleje się, niech o nas nie zapomną, bezsilnych duszach wśród asfodeli, niech zwrócą w stronę Erebu głowy ofiar: my, którzy nie mieliśmy nic, nauczymy ich spokoju.

ΕΛΕΝΗ ΤΕΥΚΡΟΣ: ΕΛΕΝΗ: ΑΓΓΕΛΟΣ: j gán nal an KÚpron, oá m' qšspisen o ke n 'ApÒllwn, Ônoma nhsiwtikõn Salam na qšmenon táj ke c rin p traj.... oùk Ãlqon j gán TrJ d' ll' e dwlon Ãn.... t fçj nefšlhj r' llwj e comen pònouj pšri ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες. Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων, σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν. Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη βήματα και χειρονομίες δε θα τολμούσα να πω φιλήματα και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας. Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες. Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί; Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα: καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι. Το φεγγάρι βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη: σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει. Πού είναι η αλήθεια; Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

HELENA TEUKROS: HELENA: POSŁANIEC: na ziemię nadmorską, Cypr, gdzie mi nakazał osiąść Apollo, nadając miastu nazwę Salamina, na cześć ojczyzny.... Nie przybyłam do Troi, tam było widmo.... Co mówisz? Więc tyle cierpieliśmy za jakąś chmurę 3? Słowiki nie pozwalają ci zasnąć w Platres. Płochliwy słowiku, w tchnieniu liści, ty, który darujesz pełen muzyki chłód lasu rozdzielonym ciałom i duszom tych, którzy wiedzą, że już nie wrócą. Ślepy głosie, który po omacku szukasz w zmroczniałej pamięci kroków i gestów; nie śmiałbym rzec pocałunków; i gorzkiego szału opętanej niewolnicy. Słowiki nie pozwalają ci zasnąć w Platres Co to jest Platres? Któż zna tę wyspę? Przeżyłem życie słysząc nazwy pierwszy raz słyszane: nowe miejsca, nowe szaleństwa ludzi i bogów; mój los, który faluje pomiędzy ostatnim mieczem jakiegoś Ajasa i inną Salaminą przyniósł mnie tutaj, na to wybrzeże. Księżyc wzeszedł z morza jak Afrodyta; przykrył gwiazdy Strzelca, teraz zmierza do serca Skorpiona i wszystko odmienia. Gdzie jest prawda? Ja też byłem w wojnie łucznikiem; moje przeznaczenie człowieka, który chybił celu. 3 Eurypides, Helena, w. 148 150; 582; 705 706.

Αηδόνι ποιητάρη, σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, κι ανάμεσό τους ποιος θα το 'λεγε η Ελένη! Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο. Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου: την άγγιξα, μου μίλησε: Δεν είν' αλήθεια, δεν είν' αλήθεια φώναζε. Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι. Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία. Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα ίσκιοι και χαμόγελα παντού στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα: ζωντανό δέρμα, και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα, ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα. Και στην Τροία; Τίποτε στην Τροία ένα είδωλο. Έτσι το θέλαν οι θεοί. Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο: κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια. Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. Κι ο αδερφός μου; Αηδόνι αηδόνι αηδόνι, τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους; Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες. Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

Słowiku poetyczny, jak niegdyś podobnej nocy na wybrzeżu Proteusza usłyszały cię spartańskie niewolnice i podniosły lament, a wśród nich któż by powiedział Helena! Ta, którą przez lata ścigaliśmy nad Skamandrem. Była tam, na krańcach pustyni; dotknąłem jej, odrzekła: To nieprawda, to nieprawda wołała. Nie weszłam na błękitnodzioby statek. Nigdy nie postawiłam stopy w mężnej Troi. Wysoko podpięte piersi, słońce we włosach i ta postawa cienie i uśmiechy wszędzie na ramionach, na udach, na kolanach; żywa skóra, a oczy z wielkimi powiekami, była tam, na brzegu jakiejś Delty. A w Troi? Nic w Troi widmo jedynie. Taka była wola bogów. A Parys sypiał z widmem jakby było żywą istotą; my zaś zarzynaliśmy się za Helenę przez dziesięć lat. Wielki ból ogarnął Grecję. Tyle ciał rzuconych w szczęki morza, w szczęki ziemi; tyle dusz włożonych między młyńskie kamienie, niczym zboże. Rzeki wzbierały mułem pełnym krwi za falowanie lnianego stroju, za jakąś chmurę trzepot motyla, puch łabędzia pustą koszulę, za jedną Helenę. A mój brat? Słowiku, słowiku, słowiku, czym jest bóg? Czym nie jest bóg? A co jest pomiędzy? Słowiki nie pozwalają ci zasnąć w Platres. Zapłakany ptaku, do Cypru przez morze całowanego

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα, άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι, αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν τον παλιό δόλο των θεών: αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια, ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια, δεν το 'χει μες στη μοίρα του ν' ακούσει μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε πως τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

który miał mi przypominać ojczyznę, przybiłem sam z tą bajką, jeśli jest prawdą, że to bajka, jeśli jest prawdą, że ludzie znowu nie chwycą starej przynęty bogów; jeśli jest prawdą że jakiś inny Teukros, po latach, że jakiś Ajas lub Priam lub Hekabe lub ktoś nieznany, bezimienny, który jednak widział jak jakiś Skamander przelewa się ciałami, że nie jest jego przeznaczeniem, aby usłyszał posłańców przybyłych z wieścią, że tak wiele bólu, tak wiele życia odeszło w otchłań za jedną pustą koszulę, za jedną Helenę.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ 'Ασίνην τε... ΙΛΙΑΔΑ Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού Μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα. Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα χάνοντας δύναμη ολοένα. Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη. Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα άγνωστος λησμονημένος απ' όλους κι από τον Ομηρο μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα. Την άγγιξες, Θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα: κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας. Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα: 'Ασίνην τε... 'Ασίνην τε... και τα παιδιά του αγάλματα κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι: κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό. Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο στρύχους ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις: ένα κενό παντού μαζί μας. Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα με σπασμένη φτερούγα

KRÓL ASINE I Asine... 4 Iliada Rozglądaliśmy się cały ranek po twierdzy zaczynając od strony cienia tam gdzie morze zielone i bez połysku, pierś zabitego pawia przyjęło nas jak czas bez żadnej przepaści. Skalne żyły schodziły z wysoka skręcone winorośle nagie gałęziste ożywające pod dotknięciem wody, gdy oczy podążając za nimi zmagały się, by uciec od męczącego kołysania tracąc siłę nieustannie. Od strony słońca rozległa plaża szeroko otwarta i światło polerujące klejnoty na wielkich murach. Żadnej żywej istoty dzikie gołębie odleciały i Król Asine, którego szukamy już dwa lata nieznany zapomniany przez wszystkich także przez Homera tylko jedno słowo w Iliadzie także niepewne rzucone tu jak pośmiertna złota maska. Dotknąłeś jej, pamiętasz jej dźwięk? pusty w świetle jak gliniany dzban w rozkopanej ziemi; dźwięk, jaki wydają w morzu nasze wiosła. Król Asine pustka pod maską wszędzie z nami wszędzie z nami, ukryty pod nazwą: I Asine... i Asine... a jego dzieci posągi jego pragnienia trzepot ptasich skrzydeł i wiatr w przestrzeniach jego myśli a jego statki przycumowane w niewidzialnym porcie; pod maską pustka. Za wielkimi oczami wygiętymi ustami puklami włosów płaskorzeźbami w złocistej powłoce naszego istnienia znak mroczny, który podróżuje niczym ryba w porannej ciszy morza i widzisz go: pustka wszędzie z nami. Ptak, który odleciał zeszłej zimy 4 Fragment w oryginale zaczerpnięty z Iliady II 560 (katalog okrętów).

σκήνωμα ζωής, κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη. Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα ρωτιέται υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες υπάρχουν άραγε εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί κρας παντοτινής. Ο ποιητής ένα κενό. Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι: 'Ασίνην τε 'Ασίνην τε.... Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε τόσο προσεχττκά σε τούτη την ακρό πολη γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την υφή του πάνω στις πέτρες. Ασίνη, καλοκαίρι 38 Αθήνα, Γεν. 40

ze złamanym skrzydłem relikwia życia, i młoda kobieta, która odeszła, by się pobawić kłami lata i dusza, która z piskiem wyglądała świata podziemi i kraj jak ogromny liść platanu, którego porywa strumień słońca ze starożytnymi zabytkami i współczesnym smutkiem. A poeta zwleka spoglądając na kamienie i zastanawia się ciekawe czy istnieją między tymi zrujnowanymi liniami szczytami występami skalnymi dziurami zagięciami ciekawe czy istnieją tutaj gdzie krzyżują się drogi deszczu wiatru i zniszczenia czy istnieją, ruch twarzy kształt uczucia tych, których tak dziwnie ubyło w naszym życiu tych, którzy pozostali cieniami fal i myślami z bezkresem morza a może nie, nie pozostaje już nic prócz ciężaru tęsknoty za ciężarem istnienia żywego tam, gdzie trwamy teraz nierealni zginając się jak gałęzie przeraźliwej wierzby ułożone w stos w czasie rozpaczy podczas gdy żółty prąd powoli kładzie wykorzenione sitowie w bagnie obraz kształtu, który skamieniał wraz z decyzją o wiecznej goryczy. Poeta pustka. Słońce tarczownik wschodziło walcząc a z głębi jaskini nietoperz przestraszony uderzył w światło jak strzała w tarczę: I Asine, i Asine... Oby on był królem Asine którego szukamy z taką uwagą na tej akropoli czasami dotykając palcami jego dotyk na kamieniach. Asine, lato 38 Ateny, styczeń 40

ΜΥΚΗΝΕΣ Δώσ' μου τα χέρια σου, δώσ' μου τα χέρια σου, δώσ' μου τα χέρια σου. Είδα μέσα στη νύχτα τη μυτερή κορυφή του βουνού είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού είδα, γυρίζοντας το κεφάλι τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή αρχή και τέλος η τελευταία στιγμή τα χέρια μου. Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου. Πληγωμένος από το δικό μου χώμα τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς, τούτες τις πέτρες. Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ που ακολούθησα τόσες φορές το δρόμο απ' το φονιά στο σκοτωμένο από το σκοτωμένο στην πληρωμή κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο, ψηλαφώντας την ανεξάντλητη πορφύρα το βράδυ εκείνο του γυρισμού που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές στο λιγοστό χορτάρι - είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά τη μοίρα μας. Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει, μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό

MYKENY Daj mi swe ręce, daj mi swe ręce, daj mi swe ręce. Ujrzałem w nocy ostry wierzchołek góry ujrzałem w oddali równinę wypełnioną światłem niewidocznego księżyca ujrzałem, odwracając głowę, stos czarnych kamieni i moje życie napięte jak struna początek i koniec ostatnia chwila; moje ręce. Tonie, kto podnosi wielkie kamienie; te kamienie podnosiłem ile miałem sił te kamienie kochałem ile miałem sił te kamienie, mój los. Zraniony moją własną ziemią dręczony własną koszulą skazany przez własnych bogów, te kamienie. Wiem, że nie wiedzą, ale ja który podążałem tyle razy drogą od mordercy do zabitego od zabitego do zapłaty i od zapłaty do innego mordu, dotykając po omacku niewyczerpaną purpurę owego wieczoru powrotu gdy z sykiem zbudziły się Eumenidy na rzadkiej murawie widziałem węże skrzyżowane ze żmijami splecione nad przeklętym pokoleniem nasz los. Głosy z kamienia ze snu głębsze tu, gdzie świat mrocznieje, pamięć trudów zakorzeniona w rytmie

που χτύπησε τη γης με πόδια λησμονημένα. Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια προσηλωμένα προσηλωμένα, σ' ένα σημάδι που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις η ψυχή που μάχεται για να γίνει ψυχή σου. Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες. Οχτώβρης 1935

który uderzał w ziemię stopami zapomnianymi. Ciała zanurzone w fundamentach innego świata, nagie. Oczy wpatrzone, wpatrzone, w znak, którego, choćbyś bardzo pragnął, nie dostrzeżesz; dusza tocząca walkę, aby stać się twoją duszą. Nawet cisza nie jest już twoja tu, gdzie stanęły młyńskie kamienie. Październik 1935 PODZIĘKOWANIE Zespół redakcyjny oraz Wydawca pragną podziękować Pani Annie Londou za wyrażenie zgody na publikację utworów Jorgosa Seferisa.